- προσκύνησον
- προσκυνέωmake obeisanceaor imperat act 2nd sgπροσκυνέωmake obeisanceaor imperat act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
подъклонитисѧ — ПОДЪКЛОН|ИТИСѦ (3*), ЮСѦ, ИТЬСѦ гл. 1.Склониться, наклониться: то(л). Подобно нѣчто рече ѥпарху модесту. случисѧ недугъ нѣкакъ и тому ст҃го руцѣ подъклоньшюсѧ. слезѧща и молѧща и гл҃ща. (κομπτει) ГБ к. XIV, 165в. 2. Перен. Подчиниться, покориться … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
λατρεία — Το αίσθημα που ωθεί τον άνθρωπο να αναγνωρίσει την ανωτερότητα ενός άλλου όντος και, κατά συνέπεια, τη δική του κατωτερότητα απέναντι στο ον αυτό, εκφραζόμενη μέσω του σεβασμού. Στο θρησκευτικό πεδίο, η λ. αποτελεί τη βάση κάθε θρησκείας, καθώς η … Dictionary of Greek